παραπτύω

παραπτύω
Α
1. φτύνω στο πλάι ή εδώ κι εκεί («παραπτύω ἀφρόν» — βγάζω αφρό και από τα δύο μέρη τού στόματος, Φιλοστρ.)
2. μτφ. γράφω κάτι με αμέλεια, απρόσεκτα
3. απορρίπτω, αποδοκιμάζω περιφρονητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπτύω — παρά πτύω spit out pres subj act 1st sg παρά πτύω spit out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”